- κρατηρίζω
- κρατηρίζω, ιων. τ. κρητηρίζω (Α) [κρατήρ]1. αναμιγνύω οίνο με νερό μέσα σε κρατήρα2. εκτελώ καθήκοντα υπηρέτη σε θέματα σχετικά με τους κρατήρες στα οργιαστικά μυστήρια3. παθ. κρατηρίζομαιπίνω κρασί χωρίς μέτρο από τον κρατήρα, πίνω κρατήρες κρασιού, πίνω με την κανάτα.
Dictionary of Greek. 2013.